- μπαμπακένιος
- α, ο1) см. μπαμπακερός; 2) белый как бумага;
μπαμπακένια χείλια — побелевшие губы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπακένια χείλια — побелевшие губы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπακένιος — ια, ο [μπαμπάκι] 1. βαμβακερός («μπαμπακένια εσώρουχα») 2. αυτός που μοιάζει ως προς την όψη ή το χρώμα με το βαμβάκι («μπαμπακένιο πρόσωπο») … Dictionary of Greek
βαμβακένιος, -ια, -ιο — και μπαμπακένιος, ια, ιο αυτός που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι: Μ’ αρέσει να κοιμάμαι σε βαμβακένια μαξιλάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)